Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Τι γίνεται μετά την πυρκαγιά ;

Το μεγάλο πρόβλημα μετά από μια δασική πυρκαγιά και που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είναι ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών τα οποία έχουν χάσει το προστατευτικό τους κάλυμμα και οι πλημμύρες που ακολουθούν.
Μετά την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται, το έδαφος δημιουργεί ένα επιφανειακό υδρόφοβο στρώμα, μια κρούστα, πάχους 5-6mm το οποίο εμποδίζει το νερό να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και το αναγκάζει να
ρέει επιφανειακά και να αποκτά μεγάλη ταχύτητα και συνεπώς παρασυρτική δύναμη με αποτέλεσμα να αποσπάται το έδαφος και να προκαλείται διάβρωση και ξέπλυμα του εδάφους. Επίσης ο συντελεστής απορροής δηλαδή το ποσοστό του ποσού της βροχής που πέφτει σε μια περιοχή και απορρέει επιφανειακά για δάση της μορφής της Πάρνηθας, κυμαίνεται από 2,5-10% δηλαδή αν πέφτουν 100mm βροχής μόνο τα 2,5-10mm απορρέουν επιφανειακά. Τα άλλα συγκρατούνται από την κομοστέγη του δάσους, 30% καταναλώνονται για τις ανάγκες του 15% και το υπόλοιπο διηθείται στο έδαφος και συγκρατείται στο πλούσιο σύστημα πόρων του εδάφους. Έτσι το δασικό έδαφος δρα σαν μια τεράστια ρυθμιστική δεξαμενή που συγκρατεί τα νερά κατά τη διάρκεια των βροχών και το αποδίδει κατά την ξηρή περίοδο εφοδιάζοντας τις επιφανειακές πηγές και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Μόνο, όπως αναφέρθηκε, ένα ποσοστό 2,5-10% απορρέει επιφανειακά.
Μετά την πυρκαγιά αυτός ο τεράστιος φυσικός ρυθμιστικός ταμιευτήρας έχει καταστραφεί και ο κίνδυνος πλημμυρών είναι προφανής. Γι’ αυτό πριν από οποιαδήποτε αναδάσωση πρέπει να γίνουν τα κατάλληλα έργα αποτροπής της διάβρωσης και συγκράτησης των επιφανειακών ρεόντων υδάτων. Τα έργα αυτά είναι απλά και όχι ιδιαίτερα δαπανηρά. Πρέπει αμέσως να υλοτομηθούν όλα τα καμένα δένδρα και οι κορμοί τους να διατίθενται παράλληλα προς τις ισοϋψείς με τρόπο που να λειτουργούν ως μικρά φράγματα (κορμοφράγματα). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κορμοί τότε κατασκευάζουμε κλαδοπλέγματα τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε δύο πράγματα από το ένα μέρος αποτρέπουμε τη διάβρωση του εδάφους μειώνοντας την ταχύτητα του νερού και εμποδίζουμε την επιφανειακή απορροή ενώ παράλληλα με την υλοτομία και τη σύρση των κορμών σπάει το υδρόφοβο στρώμα (η αδιάβροχη κρούστα) και το νερό διηθείται μέσα στο έδαφος. Από το άλλο μέρος οι κορμοί αυτοί που έρχονται σε επαφή με το έδαφος σαπίζουν πολύ γρήγορα και αποσυντίθενται εμπλουτίζοντας το έδαφος με την πολύτιμη οργανική ουσία απαραίτητα για τη βιολογική δραστηριότητα του εδάφους. Όλα αυτά πρέπει να έχουν τελειώσει πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο.
Τώρα σε ό,τι αφορά την αναδάσωση: Στα Μεσογειακά οικοσυστήματα της Χαλεπίου πεύκης, της τραχείας πεύκης και των αειφύλλων πλατυφύλλων αλλά και των θερμόβιων πλατυφύλλων (δρυοδασών και δασών Καστανιάς) δεν χρειάζεται καμία απολύτως αναδάσωση. Η χαλέπιος πέυκη διατηρεί τους κώνους, που ωριμάζουν τον Απρίλιο – Μάιο στον τρίτο χρόνο της ανθοφορίας, κλειστούς για 10-15 και μέχρι 50 έτη. Οι κώνοι αυτοί δεν καίγονται και δεν ανοίγουν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς αλλά 24-48 ώρες μετά από αυτή, όταν πια έχει κρυώσει το έδαφος και δεν φυτρώνουν με την πρώτη βροχή αλλά μόνον το φθινόπωρο όταν έχουν πέσει πάνω από 25mm βροχής και έχει διαβραχεί το έδαφος το οποίο έτσι εξασφαλίζει την επιβίωση των αρτίφυτρων. Παράλληλα εμφανίζεται σε αφθονία η λαδανιά ένα κατ’ εξοχήν πυρόφιλο είδος το οποίο προστατεύει τα νεαρά φυτάρια σκιάζοντάς τα το καλοκαίρι ενώ παράλληλα ο μύκητας που δημιουργεί μυκόρριζα στην λαδανιά (δηλαδή μια συμβίωση μύκητα και ριζών η οποία αυξάνει την ικανότητα προσρόφησης νερού και θρεπτικών στοιχείων των ριζών από το έδαφος πάνω από 100 φορές) ο ίδιος μύκητας δημιουργεί μυκόρριζα και στη χαλέπιο πεύκη. Έτσι η φυσική αναγέννηση της Χαλεπίου πεύκης είναι εξασφαλισμένη σε δάση ηλικίας μεγαλύτερης των 15-20 ετών οπότε στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της τραχείας πεύκης δεν πρέπει να κάνουμε απολύτως τίποτα παραπάνω από τα έργα προστασίας του εδάφους από διάβρωση και αποτροπής πλημμυρών.
Τα πλατύφυλλα είδη τόσο τα αείφυλλα όσο και τα φυλλοβόλα πρεμνοβλαστάνουν και ριζοβλαστάνουν έντονα μετά την πυρκαγιά, ήδη από το φθινόπωρο, οπότε και εδώ η αναγέννηση είναι εξασφαλισμένη και η αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του τοπίου γίνεται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Το πουρνάρι, το φιλύκη, ο σχίνος, οι κουμαριές, τα ρείκια σε ένα χρόνο φθάνουν και ξεπερνούν το ένα μέτρο, η αριά και οι φυλλοβόλες δρύες το 1,5m, η δάφνη τα 2-2,5 m και η Καστανιά τα 3m. 
Συνεπώς στη ζώνη αυτή δεν έχουμε κανένα πρόβλημα φυσικής αναγέννησης αρκεί να προστατευθεί από τη βοσκή και τους καταπατητές που καραδοκούν. 
Το πρόβλημα δημιουργείται στα λεγόμενα ορεινά μεσογειακά κωνοφόρα δηλαδή στην ελάτη και τη μαύρη πεύκη. Η μαύρη πεύκη με τον χονδρό φλοιό της είναι προσαρμοσμένη σε έρπουσες πυρκαγιές οι οποίες διευκολύνουν τη φυσική αναγέννησή της αλλά δεν αντέχει σε επικόρυφες πυρκαγιές και δεν αναγεννάται φυσικά μετά από αυτές. Η ελάτη δεν αντέχει, δηλαδή δεν είναι προσαρμοσμένη ούτε στις έρπουσες ούτε στις επικόρυφες πυρκαγιές. Στην περίπτωση αυτών των δύο ειδών είναι απαραίτητα η αναδάσωση με υλικό που προέρχεται από σπόρους της ίδιας η γειτονικής περιοχής. Μπορούν να εφαρμοσθούν σπορές σε πινάκια ή φύτευση διετών φυτωρίων για τη μαύρη πεύκη και τετραετών για την ελάτη.

3 σχόλια:

alex.00 είπε...

thx man! πολυ χρησιμες πληροφορίες σε ενα θεμα που απασχολει πολυ την Ελλαδα.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ χρήσιμοι ! Σας κρεμάσαμε στο blog του συλλόγου μας

http://agios-georgios.blogspot.com

θα σας παρακολουθούμε,

Χαιρετισμούς

Λάμπρος Κωστάρας

alex.00 είπε...

Να σαι καλα φιλε.